Translation meaning & definition of the word "courtyard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικαστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Courtyard
[Αυλή]/kɔrtjɑrd/
noun
1. An area wholly or partly surrounded by walls or buildings
- "The house was built around an inner court"
- synonym:
- court ,
- courtyard
1. Μια περιοχή που περιβάλλεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τοίχους ή κτίρια
- "Το σπίτι χτίστηκε γύρω από ένα εσωτερικό δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- δικαστήριο ,
- αυλή