Translation meaning & definition of the word "courtroom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωμάτιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Courtroom
[Δικαστήριο]/kɔrtrum/
noun
1. A room in which a lawcourt sits
- "Television cameras were admitted in the courtroom"
- synonym:
- court ,
- courtroom
1. Ένα δωμάτιο στο οποίο κάθεται ένα νομικό δικαστήριο
- "Οι κάμερες τηλεόρασης έγιναν δεκτές στην αίθουσα του δικαστηρίου"
- συνώνυμο:
- δικαστήριο ,
- αίθουσα δικαστηρίων
Examples of using
Tom walked out of the courtroom, surrounded by reporters.
Ο Τομ βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου, περιτριγυρισμένος από δημοσιογράφους.
Tom walked into the courtroom, surrounded by police officers.
Ο Τομ μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς.