Translation meaning & definition of the word "courthouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κωδικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Courthouse
[Δικαστήριο]/kɔrthaʊs/
noun
1. A government building that houses the offices of a county government
- synonym:
- courthouse
1. Ένα κυβερνητικό κτίριο που στεγάζει τα γραφεία μιας κυβέρνησης κομητείας
- συνώνυμο:
- δικαστήριο
2. A building that houses judicial courts
- synonym:
- courthouse
2. Ένα κτίριο που στεγάζει δικαστήρια
- συνώνυμο:
- δικαστήριο