Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "court" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "δικαστήριο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Court

[Δικαστήριο]
/kɔrt/

noun

1. An assembly (including one or more judges) to conduct judicial business

    synonym:
  • court
  • ,
  • tribunal
  • ,
  • judicature

1. Μια συνέλευση (συμπεριλαμβανομένων ενός ή περισσότερων δικαστών) για τη διεξαγωγή δικαστικών εργασιών

    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • δικαστικόσ

2. A room in which a lawcourt sits

  • "Television cameras were admitted in the courtroom"
    synonym:
  • court
  • ,
  • courtroom

2. Ένα δωμάτιο στο οποίο κάθεται ένα δικαστήριο

  • "Οι τηλεοπτικές κάμερες έγιναν δεκτές στην αίθουσα του δικαστηρίου"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • αίθουσα δικαστηρίου

3. The sovereign and his advisers who are the governing power of a state

    synonym:
  • court
  • ,
  • royal court

3. Ο κυρίαρχος και οι σύμβουλοί του που είναι η κυβερνητική εξουσία ενός κράτους

    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • βασιλική αυλή

4. A specially marked horizontal area within which a game is played

  • "Players had to reserve a court in advance"
    synonym:
  • court

4. Μια ειδικά σημειωμένη οριζόντια περιοχή εντός της οποίας παίζεται ένα παιχνίδι

  • "Οι παίκτες έπρεπε να κάνουν κράτηση γηπέδου εκ των προτέρων"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο

5. Australian woman tennis player who won many major championships (born in 1947)

    synonym:
  • Court
  • ,
  • Margaret Court

5. Αυστραλή τενίστρια που κέρδισε πολλά μεγάλα πρωταθλήματα (γεννημένη το 1947)

    συνώνυμο:
  • Δικαστήριο
  • ,
  • Μάργκαρετ Κορτ

6. The family and retinue of a sovereign or prince

    synonym:
  • court
  • ,
  • royal court

6. Η οικογένεια και η ακολουθία ενός κυρίαρχου ή πρίγκιπα

    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • βασιλική αυλή

7. A hotel for motorists

  • Provides direct access from rooms to parking area
    synonym:
  • motor hotel
  • ,
  • motor inn
  • ,
  • motor lodge
  • ,
  • tourist court
  • ,
  • court

7. Ένα ξενοδοχείο για αυτοκινητιστές

  • Παρέχει άμεση πρόσβαση από τα δωμάτια στο χώρο στάθμευσης
    συνώνυμο:
  • ξενοδοχείο μηχανών
  • ,
  • motor inn
  • ,
  • μηχανοκίνητο καταφύγιο
  • ,
  • τουριστικό δικαστήριο
  • ,
  • δικαστήριο

8. A tribunal that is presided over by a magistrate or by one or more judges who administer justice according to the laws

    synonym:
  • court
  • ,
  • lawcourt
  • ,
  • court of law
  • ,
  • court of justice

8. Δικαστήριο του οποίου προεδρεύει δικαστής ή ένας ή περισσότεροι δικαστές που απονέμουν δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους

    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • δικαστήριο της δικαιοσύνης

9. The residence of a sovereign or nobleman

  • "The king will visit the duke's court"
    synonym:
  • court

9. Η κατοικία ενός κυρίαρχου ή ευγενή

  • "Ο βασιλιάς θα επισκεφθεί την αυλή του δούκα"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο

10. An area wholly or partly surrounded by walls or buildings

  • "The house was built around an inner court"
    synonym:
  • court
  • ,
  • courtyard

10. Μια περιοχή που περιβάλλεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τοίχους ή κτίρια

  • "Το σπίτι χτίστηκε γύρω από μια εσωτερική αυλή"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • αυλή

11. Respectful deference

  • "Pay court to the emperor"
    synonym:
  • court
  • ,
  • homage

11. Σεβαστός σεβασμός

  • "Πληρώστε δικαστήριο στον αυτοκράτορα"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο
  • ,
  • φόρο τιμής

verb

1. Make amorous advances towards

  • "John is courting mary"
    synonym:
  • woo
  • ,
  • court
  • ,
  • romance
  • ,
  • solicit

1. Κάντε ερωτικές προόδους προς

  • "Ο τζον φλερτάρει τη μαίρη"
    συνώνυμο:
  • woo
  • ,
  • δικαστήριο
  • ,
  • ρομαντισμός
  • ,
  • ζητώ

2. Seek someone's favor

  • "China is wooing russia"
    synonym:
  • woo
  • ,
  • court

2. Αναζητήστε την εύνοια κάποιου

  • "Η κίνα προσελκύει τη ρωσία"
    συνώνυμο:
  • woo
  • ,
  • δικαστήριο

3. Engage in social activities leading to marriage

  • "We were courting for over ten years"
    synonym:
  • court

3. Συμμετέχετε σε κοινωνικές δραστηριότητες που οδηγούν στο γάμο

  • "Φλερτάραμε για πάνω από δέκα χρόνια"
    συνώνυμο:
  • δικαστήριο

Examples of using

If that's the last thing you say, see you in the court!
Αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που λες, τα λέμε στο δικαστήριο!
The court was in session from eight in the morning to five in the afternoon.
Το δικαστήριο συνεδρίαζε από τις οκτώ το πρωί έως τις πέντε το απόγευμα.
Tom is in court.
Ο Τομ είναι στο δικαστήριο.