Translation meaning & definition of the word "courser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβερνήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Courser
[Κουρεστήσ]/kɔrsər/
noun
1. A huntsman who hunts small animals with fast dogs that use sight rather than scent to follow their prey
- synonym:
- courser
1. Ένας κυνηγός που κυνηγάει μικρά ζώα με γρήγορα σκυλιά που χρησιμοποιούν την όραση και όχι τη μυρωδιά για να ακολουθήσουν το θήραμά τους
- συνώνυμο:
- ευγενήσ
2. Formerly a strong swift horse ridden into battle
- synonym:
- charger ,
- courser
2. Παλαιότερα ένα δυνατό γρήγορο άλογο οδηγούσε στη μάχη
- συνώνυμο:
- φορτιστής ,
- ευγενήσ
3. A dog trained for coursing
- synonym:
- courser
3. Ένας σκύλος εκπαιδευμένος για τα φλερτ
- συνώνυμο:
- ευγενήσ
4. Swift-footed terrestrial plover-like bird of southern asia and africa
- Related to the pratincoles
- synonym:
- courser
4. Χερσαίο επίγειο πουλί που μοιάζει με πουλί της νότιας ασίας και της αφρικής
- Σχετικά με τα πρατινκόλες
- συνώνυμο:
- ευγενήσ