Translation meaning & definition of the word "coupon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουπόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coupon
[Κουπόνι]/kupɔn/
noun
1. A negotiable certificate that can be detached and redeemed as needed
- synonym:
- coupon ,
- voucher
1. Ένα διαπραγματεύσιμο πιστοποιητικό που μπορεί να αποσπαστεί και να εξαργυρωθεί όπως απαιτείται
- συνώνυμο:
- κουπόνι
2. A test sample of some substance
- synonym:
- coupon
2. Ένα δείγμα δοκιμής κάποιας ουσίας
- συνώνυμο:
- κουπόνι