Translation meaning & definition of the word "coup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραξικόπημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coup
[Πραξικόπημα]/ku/
noun
1. A sudden and decisive change of government illegally or by force
- synonym:
- coup d'etat ,
- coup ,
- putsch ,
- takeover
1. Μια ξαφνική και αποφασιστική αλλαγή της κυβέρνησης παράνομα ή με τη βία
- συνώνυμο:
- πραξικόπημα ,
- εξαγορά
2. A brilliant and notable success
- synonym:
- coup
2. Μια λαμπρή και αξιοσημείωτη επιτυχία
- συνώνυμο:
- πραξικόπημα
Examples of using
The coup attempt was foiled at the last moment.
Η απόπειρα πραξικοπήματος καταργήθηκε την τελευταία στιγμή.
We only have secondhand information of the coup.
Έχουμε μόνο μεταχειρισμένες πληροφορίες για το πραξικόπημα.