Translation meaning & definition of the word "county" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χώρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
County
[Κομητεία]/kaʊnti/
noun
1. (united kingdom) a region created by territorial division for the purpose of local government
- "The county has a population of 12,345 people"
- synonym:
- county
1. (ηνωμένο βασίλειο) μια περιοχή που δημιουργήθηκε από την εδαφική διαίρεση για τους σκοπούς της τοπικής αυτοδιοίκησης
- "Η κομητεία έχει πληθυσμό 12.345 κατοίκους"
- συνώνυμο:
- κομητεία
2. (united states) the largest administrative district within a state
- "The county plans to build a new road"
- synonym:
- county
2. (ηνωμένες πολιτείες) η μεγαλύτερη διοικητική περιοχή εντός κράτους
- "Ο νομός σχεδιάζει να χτίσει ένα νέο δρόμο"
- συνώνυμο:
- κομητεία
Examples of using
This county is poor in natural resources.
Αυτή η περιοχή είναι φτωχή σε φυσικούς πόρους.