Translation meaning & definition of the word "countryman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χώρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Countryman
[Συμπατριώτησ]/kəntrimən/
noun
1. A man from your own country
- synonym:
- countryman
1. Ένας άνθρωπος από τη χώρα σας
- συνώνυμο:
- συμπατριώτησ
2. A man who lives in the country and has country ways
- synonym:
- countryman ,
- ruralist
2. Ένας άνθρωπος που ζει στη χώρα και έχει τρόπους χώρας
- συνώνυμο:
- συμπατριώτησ ,
- αγροτικόσ