Translation meaning & definition of the word "counterpart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντισυμβαλλόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Counterpart
[Αντισυμβαλλόμενο]/kaʊntərpɑrt/
noun
1. A person or thing having the same function or characteristics as another
- synonym:
- counterpart ,
- opposite number ,
- vis-a-vis
1. Ένα άτομο ή πράγμα που έχει την ίδια λειτουργία ή χαρακτηριστικά με ένα άλλο
- συνώνυμο:
- αντιστοιχίζομαι ,
- αντίθετος αριθμός ,
- απέναντι στο
2. A duplicate copy
- synonym:
- counterpart ,
- similitude ,
- twin
2. Ένα διπλό αντίγραφο
- συνώνυμο:
- αντιστοιχίζομαι ,
- σιγουριά ,
- δίδυμος
Examples of using
Israeli Prime Minister Mr. Netanyahu will be hosted today evening by his German counterpart, Mrs. Merkel, in the Federal Chancellor's Office in Berlin.
Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ κ. Νετανιάχου θα φιλοξενηθεί σήμερα το βράδυ από τη Γερμανίδα ομόλογό του, κα Μέρκελ, στο Γραφείο της Ομοσπονδιακής.