Translation meaning & definition of the word "counteract" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταπόκριση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Counteract
[Αντιδρώ]/kaʊntərækt/
verb
1. Act in opposition to
- synonym:
- antagonize ,
- antagonise ,
- counteract
1. Ενεργώντας σε αντίθεση με
- συνώνυμο:
- ανταγωνίζω ,
- αντιπαραβάλλω
2. Oppose or check by a counteraction
- synonym:
- countercheck ,
- counteract
2. Αντιταχθείτε ή ελέγξτε από μια αντίδραση
- συνώνυμο:
- αντεπιτίθεμαι ,
- αντιπαραβάλλω
3. Oppose and mitigate the effects of by contrary actions
- "This will counteract the foolish actions of my colleagues"
- synonym:
- counteract ,
- countervail ,
- neutralize ,
- counterbalance
3. Αντιταχθείτε και μετριάστε τις επιπτώσεις των αντίθετων δράσεων
- "Αυτό θα αντισταθμίσει τις ανόητες πράξεις των συναδέλφων μου"
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω ,
- αντισταθμιστήσ ,
- εξουδετερώνω ,
- αντιστάθμιση
4. Destroy property or hinder normal operations
- "The resistance sabotaged railroad operations during the war"
- synonym:
- sabotage ,
- undermine ,
- countermine ,
- counteract ,
- subvert ,
- weaken
4. Καταστρέψτε την ιδιοκτησία ή εμποδίστε τις κανονικές λειτουργίες
- "Η αντίσταση σαμποτάρισε τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου"
- συνώνυμο:
- σαμποτάζ ,
- υπονομεύω ,
- συμβουλευτική ,
- αντιπαραβάλλω ,
- υποτάσσω ,
- αποδυναμώνω