Translation meaning & definition of the word "counter" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μετρητής" στην ελληνική γλώσσα
Counter
[Μετρητής]noun
1. Table consisting of a horizontal surface over which business is transacted
- synonym:
- counter
1. Πίνακας που αποτελείται από μια οριζόντια επιφάνεια στην οποία διεξάγονται συναλλαγές
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής
2. Game equipment (as a piece of wood, plastic, or ivory) used for keeping a count or reserving a space in various card or board games
- synonym:
- counter
2. Εξοπλισμός παιχνιδιών (ως κομμάτι ξύλου, πλαστικού ή ελεφαντόδοντου) που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της καταμέτρησης ή την κράτηση χώρου σε διάφορα παιχνίδια με κάρτες ή επιτραπέζια παιχνίδια
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής
3. A calculator that keeps a record of the number of times something happens
- synonym:
- counter ,
- tabulator
3. Μια αριθμομηχανή που κρατά αρχείο του αριθμού των φορών που συμβαίνει κάτι
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής ,
- πινάκων
4. A piece of furniture that stands at the side of a dining room
- Has shelves and drawers
- synonym:
- buffet ,
- counter ,
- sideboard
4. Ένα έπιπλο που στέκεται στο πλάι μιας τραπεζαρίας
- Διαθέτει ράφια και συρτάρια
- συνώνυμο:
- μπουφέ ,
- αντιμετωπιστής
5. A person who counts things
- synonym:
- counter
5. Ένα άτομο που μετράει πράγματα
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής
6. A quick reply to a question or remark (especially a witty or critical one)
- "It brought a sharp rejoinder from the teacher"
- synonym:
- rejoinder ,
- retort ,
- return ,
- riposte ,
- replication ,
- comeback ,
- counter
6. Μια γρήγορη απάντηση σε μια ερώτηση ή παρατήρηση (ειδικά μια πνευματώδη ή επικριτική)
- "Έφερε μια απότομη ανταπόκριση από τον δάσκαλο"
- συνώνυμο:
- ανταπαντώ ,
- επιστροφή ,
- ανταπόκριση ,
- αντιγραφή ,
- αντιμετωπιστής
7. (computer science) a register whose contents go through a regular series of states (usually states indicating consecutive integers)
- synonym:
- counter
7. (επιστήμη υπολογιστών) ένας καταχωρητής του οποίου τα περιεχόμενα περνούν από μια κανονική σειρά καταστάσεων (συνήθως καταστάσεις που υποδεικνύουν διαδοχικούς ακέραιους αριθμούς)
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής
8. A piece of leather forming the back of a shoe or boot
- "A counter may be used to stiffen the material around the heel and to give support to the foot"
- synonym:
- counter ,
- heel counter
8. Ένα κομμάτι δέρματος που σχηματίζει το πίσω μέρος ενός παπουτσιού ή μπότας
- "Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας μετρητής για να σκληρύνει το υλικό γύρω από τη φτέρνα και να στηρίξει το πόδι"
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής ,
- πάγκος τακουνιών
9. A return punch (especially by a boxer)
- synonym:
- counterpunch ,
- parry ,
- counter
9. Μια γροθιά επιστροφής (ειδικά από πυγμάχο)
- συνώνυμο:
- αντίθετη διάτρηση ,
- parry ,
- αντιμετωπιστής
verb
1. Speak in response
- "He countered with some very persuasive arguments"
- synonym:
- counter
1. Μίλα ως απάντηση
- "Αντέδρασε με κάποια πολύ πειστικά επιχειρήματα"
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής
2. Act in advance of
- Deal with ahead of time
- synonym:
- anticipate ,
- foresee ,
- forestall ,
- counter
2. Ενεργήστε εκ των προτέρων
- Αντιμετωπίστε εκ των προτέρων
- συνώνυμο:
- προβλέπω ,
- forestall ,
- αντιμετωπιστής
adjective
1. Indicating opposition or resistance
- synonym:
- antagonistic ,
- counter
1. Υποδεικνύοντας αντίθεση ή αντίσταση
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστικόσ ,
- αντιμετωπιστής
adverb
1. In the opposite direction
- "Run counter"
- synonym:
- counter
1. Στην αντίθετη κατεύθυνση
- "Run counter"
- συνώνυμο:
- αντιμετωπιστής