Translation meaning & definition of the word "count" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μέτρηση" στην ελληνική γλώσσα
Count
[Κόμης]noun
1. The total number counted
- "A blood count"
- synonym:
- count
1. Ο συνολικός αριθμός που μετρήθηκε
- "Μια αίματος"
- συνώνυμο:
- μετράω
2. The act of counting
- Reciting numbers in ascending order
- "The counting continued for several hours"
- synonym:
- count ,
- counting ,
- numeration ,
- enumeration ,
- reckoning ,
- tally
2. Η πράξη της καταμέτρησης
- Απαγγελία αριθμών με αύξουσα σειρά
- "Η καταμέτρηση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες"
- συνώνυμο:
- μετράω ,
- μετρώντας ,
- αρίθμηση ,
- απαρίθμηση ,
- υπολογίζοντασ ,
- απολογισμός
3. A nobleman (in various countries) having rank equal to a british earl
- synonym:
- count
3. Ένας ευγενής (σε διάφορες χώρες) με βαθμό ίσο με έναν βρετανό κόμη
- συνώνυμο:
- μετράω
verb
1. Determine the number or amount of
- "Can you count the books on your shelf?"
- "Count your change"
- synonym:
- count ,
- number ,
- enumerate ,
- numerate
1. Προσδιορίστε τον αριθμό ή το ποσό των
- "Μπορείς να μετρήσεις τα βιβλία στο ράφι σου;"
- "Μετρήστε τα ρέστα σας"
- συνώνυμο:
- μετράω ,
- αριθμός ,
- απαριθμώ ,
- αριθμεί
2. Have weight
- Have import, carry weight
- "It does not matter much"
- synonym:
- count ,
- matter ,
- weigh
2. Έχετε βάρος
- Έχετε εισαγωγή, μεταφέρετε βάρος
- "Δεν έχει μεγάλη σημασία"
- συνώνυμο:
- μετράω ,
- θέμα ,
- ζυγίζω
3. Show consideration for
- Take into account
- "You must consider her age"
- "The judge considered the offender's youth and was lenient"
- synonym:
- consider ,
- count ,
- weigh
3. Δείξτε προσοχή για
- Λαμβάνω υπόψη
- "Πρέπει να λάβεις υπόψη την ηλικία της"
- "Ο δικαστής θεώρησε τη νεολαία του δράστη και ήταν επιεικής"
- συνώνυμο:
- εξετάζω ,
- μετράω ,
- ζυγίζω
4. Name or recite the numbers in ascending order
- "The toddler could count to 100"
- synonym:
- count
4. Ονομάστε ή απαγγείλετε τους αριθμούς με αύξουσα σειρά
- "Το μικρό παιδί μπορούσε να μετρήσει μέχρι το 100"
- συνώνυμο:
- μετράω
5. Put into a group
- "The academy counts several nobel prize winners among its members"
- synonym:
- count ,
- number
5. Βάλτε σε μια ομάδα
- "Η ακαδημία μετρά αρκετούς νικητές του βραβείου νόμπελ μεταξύ των μελών της"
- συνώνυμο:
- μετράω ,
- αριθμός
6. Include as if by counting
- "I can count my colleagues in the opposition"
- synonym:
- count
6. Συμπεριλάβετε σαν μετρώντας
- "Μπορώ να μετρήσω τους συναδέλφους μου στην αντιπολίτευση"
- συνώνυμο:
- μετράω
7. Have a certain value or carry a certain weight
- "Each answer counts as three points"
- synonym:
- count
7. Να έχετε μια συγκεκριμένη τιμή ή να φέρετε ένα συγκεκριμένο βάρος
- "Κάθε απάντηση μετράει ως τρία σημεία"
- συνώνυμο:
- μετράω
8. Have faith or confidence in
- "You can count on me to help you any time"
- "Look to your friends for support"
- "You can bet on that!"
- "Depend on your family in times of crisis"
- synonym:
- count ,
- bet ,
- depend ,
- look ,
- calculate ,
- reckon
8. Να έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη σε
- "Μπορείς να βασιστείς σε μένα για να σε βοηθήσω ανά πάσα στιγμή"
- "Κοιτάξτε τους φίλους σας για υποστήριξη"
- "Μπορείς να ποντάρεις σε αυτό!"
- "Εξαρτηθείτε από την οικογένειά σας σε περιόδους κρίσης"
- συνώνυμο:
- μετράω ,
- στοίχημα ,
- εξαρτώ ,
- κοίτα ,
- υπολογίζω
9. Take account of
- "You have to reckon with our opponents"
- "Count on the monsoon"
- synonym:
- reckon ,
- count
9. Λαμβάνω υπόψη
- "Πρέπει να υπολογίζεις με τους αντιπάλους μας"
- "Κόμης στον μουσώνα"
- συνώνυμο:
- υπολογίζω ,
- μετράω