Translation meaning & definition of the word "counsel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνήγι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Counsel
[Σύμβουλος]/kaʊnsəl/
noun
1. A lawyer who pleads cases in court
- synonym:
- advocate ,
- counsel ,
- counselor ,
- counsellor ,
- counselor-at-law ,
- pleader
1. Δικηγόρος που παρακαλεί υποθέσεις στο δικαστήριο
- συνώνυμο:
- υποστηρικτής ,
- συμβουλεύω ,
- σύμβουλος ,
- σύμβουλος του νόμου ,
- πληκτρολογεί
2. Something that provides direction or advice as to a decision or course of action
- synonym:
- guidance ,
- counsel ,
- counseling ,
- counselling ,
- direction
2. Κάτι που παρέχει κατεύθυνση ή συμβουλές ως προς μια απόφαση ή πορεία δράσης
- συνώνυμο:
- καθοδήγηση ,
- συμβουλεύω ,
- συμβουλευτική ,
- κατεύθυνση
verb
1. Give advice to
- "The teacher counsels troubled students"
- "The lawyer counselled me when i was accused of tax fraud"
- synonym:
- rede ,
- advise ,
- counsel
1. Δίνω συμβουλές σε
- "Ο δάσκαλος συμβουλεύει τους προβληματικούς μαθητές"
- "Ο δικηγόρος με συμβούλευσε όταν κατηγορήθηκα για φορολογική απάτη"
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω ,
- συμβουλεύω