Translation meaning & definition of the word "couch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καναπές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Couch
[Καναπές]/kaʊʧ/
noun
1. An upholstered seat for more than one person
- synonym:
- sofa ,
- couch ,
- lounge
1. Ένα επικαλυμμένο κάθισμα για περισσότερα από ένα άτομα
- συνώνυμο:
- καναπές ,
- σαλόνι
2. A flat coat of paint or varnish used by artists as a primer
- synonym:
- couch
2. Ένα επίπεδο παλτό του χρώματος ή βερνίκι που χρησιμοποιούνται από τους καλλιτέχνες ως αστάρι
- συνώνυμο:
- καναπές
3. A narrow bed on which a patient lies during psychiatric or psychoanalytic treatment
- synonym:
- couch
3. Ένα στενό κρεβάτι στο οποίο ο ασθενής βρίσκεται κατά τη διάρκεια ψυχιατρικής ή ψυχαναλυτικής θεραπείας
- συνώνυμο:
- καναπές
verb
1. Formulate in a particular style or language
- "I wouldn't put it that way"
- "She cast her request in very polite language"
- synonym:
- frame ,
- redact ,
- cast ,
- put ,
- couch
1. Διατυπώστε σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή γλώσσα
- "Δεν θα το έβαζα έτσι"
- "Έβαλε το αίτημά της σε πολύ ευγενική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- επαναλαμβάνω ,
- κατασκευάζω ,
- βάζω ,
- καναπές
Examples of using
How does the couch look without the cover?
Πώς φαίνεται ο καναπές χωρίς το κάλυμμα?
Sitting on a couch, you won't achieve a lot.
Καθισμένος σε έναν καναπέ, δεν θα πετύχετε πολλά.
I was sitting on the couch half asleep.
Καθόμουν στον καναπέ και κοιμόμουν.