Translation meaning & definition of the word "cottage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαμβάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cottage
[Εξοχική κατοικία]/kɑtəʤ/
noun
1. A small house with a single story
- synonym:
- bungalow ,
- cottage
1. Ένα μικρό σπίτι με μια ιστορία
- συνώνυμο:
- μπανγκαλόου ,
- εξοχικό
Examples of using
This cottage reminds me of the one I was born in.
Αυτό το εξοχικό σπίτι μου θυμίζει αυτό που γεννήθηκα.
There was a cottage on the side of the hill.
Υπήρχε ένα εξοχικό σπίτι στην πλευρά του λόφου.
The old cottage had only one bed, so we all took turns sleeping in it.
Το παλιό εξοχικό σπίτι είχε μόνο ένα κρεβάτι, οπότε όλοι πήραμε στροφές να κοιμηθεί σε αυτό.