Translation meaning & definition of the word "cot" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "κουτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cot
[Κούνια]/kɑt/
noun
1. A sheath worn to protect a finger
- synonym:
- fingerstall ,
- cot
1. Μια θήκη φορεμένη για να προστατεύσει ένα δάχτυλο
- συνώνυμο:
- δακτυλική εγκατάσταση ,
- κούνια
2. Baby bed with high sides made of slats
- synonym:
- crib ,
- cot
2. Παιδικό κρεβάτι με ψηλές πλευρές από σχιστόλιθο
- συνώνυμο:
- παραλία ,
- κούνια
3. A small bed that folds up for storage or transport
- synonym:
- cot ,
- camp bed
3. Ένα μικρό κρεβάτι που διπλώνει για αποθήκευση ή μεταφορά
- συνώνυμο:
- κούνια ,
- κρεβάτι
Examples of using
Will you show me how to set up a cot?
Θα μου δείξετε πώς να δημιουργήσω μια κούνια?