Translation meaning & definition of the word "cosy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζεστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cosy
[Άνετοσ]/koʊzi/
noun
1. A padded cloth covering to keep a teapot warm
- synonym:
- cosy ,
- tea cosy ,
- cozy ,
- tea cozy
1. Ένα γεμισμένο πανί που καλύπτει για να κρατήσει μια τσαγιέρα ζεστή
- συνώνυμο:
- ζεστόσ ,
- τσάι άνετο ,
- άνετοσ ,
- ζεστό τσάι
adjective
1. Enjoying or affording comforting warmth and shelter especially in a small space
- "A cozy nook near the fire"
- "Snug in bed"
- "A snug little apartment"
- synonym:
- cozy ,
- cosy ,
- snug
1. Απολαμβάνοντας ή παρέχοντας παρήγορη ζεστασιά και καταφύγιο ειδικά σε ένα μικρό χώρο
- "Μια ζεστή γωνιά κοντά στη φωτιά"
- "Σφηνωμένο στο κρεβάτι"
- "Ένα μικρό διαμέρισμα"
- συνώνυμο:
- άνετοσ ,
- ζεστόσ ,
- αποσπώ