Translation meaning & definition of the word "costume" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοστός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Costume
[Κοστούμι]/kɑstum/
noun
1. The attire worn in a play or at a fancy dress ball
- "He won the prize for best costume"
- synonym:
- costume
1. Η ενδυμασία φοριέται σε ένα παιχνίδι ή σε μια φανταχτερή μπάλα φόρεμα
- "Κέρδισε το βραβείο για την καλύτερη στολή"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
2. Unusual or period attire not characteristic of or appropriate to the time and place
- "In spite of the heat he insisted on his woolen costume"
- synonym:
- costume
2. Ασυνήθιστη ή περίοδος ενδυμασία μη χαρακτηριστικό ή κατάλληλο για το χρόνο και τον τόπο
- "Παρά τη ζέστη επέμενε στο μάλλινο κοστούμι του"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
3. The prevalent fashion of dress (including accessories and hair style as well as garments)
- synonym:
- costume
3. Η διαδεδομένη μόδα του φορέματος (περιλαμβάνει αξεσουάρ και στυλ μαλλιών καθώς και ενδύματα)
- συνώνυμο:
- κοστούμι
4. The attire characteristic of a country or a time or a social class
- "He wore his national costume"
- synonym:
- costume
4. Το χαρακτηριστικό ενδυμασίας μιας χώρας ή μιας εποχής ή μιας κοινωνικής τάξης
- "Φορούσε την εθνική του φορεσιά"
- συνώνυμο:
- κοστούμι
verb
1. Dress in a costume
- "We dressed up for halloween as pumpkins"
- synonym:
- costume ,
- dress up
1. Φόρεμα σε κοστούμι
- "Ντυθήκαμε για τις απόκριες ως κολοκύθες"
- συνώνυμο:
- κοστούμι ,
- ντύνομαι
2. Furnish with costumes
- As for a film or play
- synonym:
- costume
2. Έπιπλα με κοστούμια
- Για μια ταινία ή ένα παιχνίδι
- συνώνυμο:
- κοστούμι
Examples of using
She wore a pirate costume for Halloween.
Φόρεσε ένα κοστούμι πειρατών για τις Απόκριες.
She wore a pirate costume for Halloween.
Φόρεσε ένα κοστούμι πειρατών για τις Απόκριες.