Translation meaning & definition of the word "costly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Costly
[Δαπανηρά]/kɑstli/
adjective
1. Entailing great loss or sacrifice
- "A dearly-won victory"
- synonym:
- dearly-won ,
- costly
1. Προκαλώντας μεγάλη απώλεια ή θυσία
- "Μια πολύ κερδισμένη νίκη"
- συνώνυμο:
- ακριβά κερδισμένος ,
- δαπανηρός
2. Having a high price
- "Costly jewelry"
- "High-priced merchandise"
- "Much too dear for my pocketbook"
- "A pricey restaurant"
- synonym:
- costly ,
- dear(p) ,
- high-priced ,
- pricey ,
- pricy
2. Έχοντας υψηλή τιμή
- "Ακριβά κοσμήματα"
- "Υψηλής τιμής εμπορεύματα"
- "Πολύ αγαπητό για το βιβλίο τσέπης μου"
- "Ένα ακριβό εστιατόριο"
- συνώνυμο:
- δαπανηρός ,
- ακρι()<TAG1> ,
- υψηλής τιμής ,
- ακριβόσ ,
- πικάντικος
Examples of using
It is costly and politically difficult to continue this conflict.
Είναι δαπανηρό και πολιτικά δύσκολο να συνεχιστεί αυτή η σύγκρουση.