Translation meaning & definition of the word "cosmos" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόσμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cosmos
[Κόσμος]/kɑzmoʊs/
noun
1. Everything that exists anywhere
- "They study the evolution of the universe"
- "The biggest tree in existence"
- synonym:
- universe ,
- existence ,
- creation ,
- world ,
- cosmos ,
- macrocosm
1. Όλα όσα υπάρχουν παντού
- "Μελετούν την εξέλιξη του σύμπαντος"
- "Το μεγαλύτερο δέντρο που υπάρχει"
- συνώνυμο:
- σύμπαν ,
- ύπαρξη ,
- δημιουργία ,
- κόσμος ,
- μακρόκοσμου
2. Any of various mostly mexican herbs of the genus cosmos having radiate heads of variously colored flowers and pinnate leaves
- Popular fall-blooming annuals
- synonym:
- cosmos ,
- cosmea
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα κυρίως μεξικάνικα βότανα του κόσμου που έχουν ακτινοβολήσει κεφάλια από διάφορα χρωματιστά λουλούδια και φύλλα
- Δημοφιλή ετήσια ανθίζουσα πτώση
- συνώνυμο:
- Κόσμος ,
- κοσμέα