Translation meaning & definition of the word "cosmopolitan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοσμοπολίτικη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cosmopolitan
[Κοσμοπολίτικο]/kɑzməpɑlətən/
noun
1. A sophisticated person who has travelled in many countries
- synonym:
- cosmopolitan ,
- cosmopolite
1. Ένα εξελιγμένο άτομο που έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες
- συνώνυμο:
- κοσμοπολίτικος ,
- κοσμοπολίτησ
adjective
1. Growing or occurring in many parts of the world
- "A cosmopolitan herb"
- "Cosmopolitan in distribution"
- synonym:
- cosmopolitan ,
- widely distributed
1. Αναπτύσσεται ή συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου
- "Ένα κοσμοπολίτικο βότανο"
- "Κοσμοπολίτικο στη διανομή"
- συνώνυμο:
- κοσμοπολίτικος ,
- ευρέως διαδεδομένη
2. Composed of people from or at home in many parts of the world
- Especially not provincial in attitudes or interests
- "His cosmopolitan benevolence impartially extended to all races and to all creeds"- t.b. macaulay
- "The ancient and cosmopolitan societies of syria and egypt"
- "That queer, cosmopolitan, rather sinister crowd found around the marseilles docks"
- synonym:
- cosmopolitan
2. Αποτελείται από ανθρώπους από ή στο σπίτι σε πολλά μέρη του κόσμου
- Ειδικά όχι επαρχιακό σε στάσεις ή συμφέροντα
- "Η κοσμοπολίτικη καλοσύνη του επεκτάθηκε αμερόληπτα σε όλους τους αγώνες και σε όλα τα δόγματα" - τ.μ. μακαουλάι
- "Οι αρχαίες και κοσμοπολίτικες κοινωνίες της συρίας και της αιγύπτου"
- "Αυτό το παράξενο, κοσμοπολίτικο, μάλλον σκοτεινό πλήθος που βρέθηκε γύρω από τις αποβάθρες της μασσαλίας"
- συνώνυμο:
- κοσμοπολίτικος
3. Of worldwide scope or applicability
- "An issue of cosmopolitan import"
- "The shrewdest political and ecumenical comment of our time"- christopher morley
- "Universal experience"
- synonym:
- cosmopolitan ,
- ecumenical ,
- oecumenical ,
- general ,
- universal ,
- worldwide ,
- world-wide
3. Παγκόσμιου πεδίου εφαρμογής ή δυνατότητας εφαρμογής
- "Ένα ζήτημα κοσμοπολίτικης εισαγωγής"
- "Το πιο έξυπνο πολιτικό και οικουμενικό σχόλιο της εποχής μας" - κρίστοφερ μόρλεϊ
- "Καθολική εμπειρία"
- συνώνυμο:
- κοσμοπολίτικος ,
- οικουμενική ,
- οικουμενικός ,
- γενικός ,
- καθολικός ,
- παγκοσμίως