Translation meaning & definition of the word "cosmic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοσμική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cosmic
[Κοσμικόσ]/kɑzmɪk/
adjective
1. Of or from or pertaining to or characteristic of the cosmos or universe
- "Cosmic laws"
- "Cosmic catastrophe"
- "Cosmic rays"
- synonym:
- cosmic
1. Από ή από ή που σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά του κόσμου ή του σύμπαντος
- "Κοσμικοί νόμοι"
- "Κοσμική καταστροφή"
- "Κοσμικές ακτίνες"
- συνώνυμο:
- κοσμικός
2. Inconceivably extended in space or time
- synonym:
- cosmic
2. Αδιανόητα επεκτεινόμενο στο χώρο ή το χρόνο
- συνώνυμο:
- κοσμικός