Translation meaning & definition of the word "cosmetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλυντικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cosmetic
[Αισθητική]/kɑzmɛtɪk/
noun
1. A toiletry designed to beautify the body
- synonym:
- cosmetic
1. Ένα τουαλέτα σχεδιασμένο για να ομορφύνει το σώμα
- συνώνυμο:
- καλλυντικό
adjective
1. Serving an esthetic rather than a useful purpose
- "Cosmetic fenders on cars"
- "The buildings were utilitarian rather than decorative"
- synonym:
- cosmetic ,
- decorative ,
- ornamental
1. Εξυπηρετώντας έναν αισθητικό και όχι έναν χρήσιμο σκοπό
- "Καλλυντικά κιγκλιδώματα στα αυτοκίνητα"
- "Τα κτίρια ήταν χρηστικά και όχι διακοσμητικά"
- συνώνυμο:
- καλλυντικό ,
- διακοσμητικός
2. Serving an aesthetic purpose in beautifying the body
- "Cosmetic surgery"
- "Enhansive makeup"
- synonym:
- cosmetic ,
- enhancive
2. Εξυπηρετώντας έναν αισθητικό σκοπό στην ομορφιά του σώματος
- "Καλλυντική χειρουργική"
- "Ενισχυτικό μακιγιάζ"
- συνώνυμο:
- καλλυντικό ,
- ενισχυτικό
Examples of using
Don't worry, present day cosmetic surgery is much better than what it used to be in Doctor Frankenstein's days.
Μην ανησυχείτε, η σημερινή αισθητική χειρουργική είναι πολύ καλύτερη από ό, τι ήταν στις μέρες του Γιατρού Φρανκενστάιν.