Translation meaning & definition of the word "cortina" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κορτίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cortina
[Κορτίνα]/kərtinə/
noun
1. A cobwebby partial veil consisting of silky fibrils
- synonym:
- cortina
1. Ένα μερικό πέπλο που αποτελείται από μεταξένια ινίδια
- συνώνυμο:
- κορτίνα