Translation meaning & definition of the word "corruption" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφθορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corruption
[Διαφθορά]/kərəpʃən/
noun
1. Lack of integrity or honesty (especially susceptibility to bribery)
- Use of a position of trust for dishonest gain
- synonym:
- corruptness ,
- corruption
1. Έλλειψη ακεραιότητας ή ειλικρίνειας (ειδικά ευαισθησία στη δωροδοκία)
- Χρήση θέσης εμπιστοσύνης για ανέντιμο κέρδος
- συνώνυμο:
- διαφθορά
2. In a state of progressive putrefaction
- synonym:
- putrescence ,
- putridness ,
- rottenness ,
- corruption
2. Σε μια κατάσταση προοδευτικής αποκατάστασης
- συνώνυμο:
- συμπίεση ,
- αποτρόπαια ,
- σάπια ,
- διαφθορά
3. Decay of matter (as by rot or oxidation)
- synonym:
- corruption
3. Αποσύνθεση της ύλης (α με σήψη ή οξείδωση)
- συνώνυμο:
- διαφθορά
4. Moral perversion
- Impairment of virtue and moral principles
- "The luxury and corruption among the upper classes"
- "Moral degeneracy followed intellectual degeneration"
- "Its brothels, its opium parlors, its depravity"
- "Rome had fallen into moral putrefaction"
- synonym:
- corruption ,
- degeneracy ,
- depravation ,
- depravity ,
- putrefaction
4. Ηθική διαστροφή
- Εξασθένιση της αρετής και των ηθικών αρχών
- "Η πολυτέλεια και η διαφθορά μεταξύ των ανώτερων τάξεων"
- "Ο ηλικιακός εκφυλισμός ακολούθησε τον πνευματικό εκφυλισμό"
- "Τα πορνεία του, τα σαλόνια του οπίου, η διαφθορά του"
- "Ο ρώμος είχε πέσει σε ηθική απογοήτευση"
- συνώνυμο:
- διαφθορά ,
- εκφυλισμός ,
- αποστροφή ,
- εξαχρείωση ,
- αποκατάσταση
5. Destroying someone's (or some group's) honesty or loyalty
- Undermining moral integrity
- "Corruption of a minor"
- "The big city's subversion of rural innocence"
- synonym:
- corruption ,
- subversion
5. Καταστρέφοντας το ( κάποιου κάποιας ομάδαςειλικρίνεια ή πίστη
- Υπονόμευση της ηθικής ακεραιότητας
- "Διαφθορά ανηλίκου"
- "Η ανατροπή της μεγάλης πόλης της αγροτικής αθωότητας"
- συνώνυμο:
- διαφθορά ,
- ανατροπή
6. Inducement (as of a public official) by improper means (as bribery) to violate duty (as by commiting a felony)
- "He was held on charges of corruption and racketeering"
- synonym:
- corruption
6. Προτροπή (α δημόσιου υπαλλήλου) με ακατάλληλα μέσα (ας δωροδοκία) για παραβίαση του καθήκοντος ( με την έναρξη ενός αιλουρο)
- "Κρατήθηκε με την κατηγορία της διαφθοράς και της ρακέτας"
- συνώνυμο:
- διαφθορά
Examples of using
We are sick and tired of political corruption.
Είμαστε άρρωστοι και κουρασμένοι από την πολιτική διαφθορά.