Translation meaning & definition of the word "corrupting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφθορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corrupting
[Διαφθείρει]/kərəptɪŋ/
adjective
1. Seducing into corrupt practices
- synonym:
- corrupting
1. Παραπλάνηση σε διεφθαρμένες πρακτικές
- συνώνυμο:
- διαφθείρει
2. Harmful to the mind or morals
- "Corrupt judges and their corrupting influence"
- "The vicious and degrading cult of violence"
- synonym:
- corrupting ,
- degrading
2. Επιβλαβές για το μυαλό ή την ηθική
- "Διεφθαρμένοι δικαστές και η διεφθαρμένη επιρροή τους"
- "Η μοχθηρή και εξευτελιστική λατρεία της βίας"
- συνώνυμο:
- διαφθείρει ,
- εξευτελιστική
3. That infects or taints
- synonym:
- corrupting ,
- contaminating
3. Αυτό μολύνει ή παραλύει
- συνώνυμο:
- διαφθείρει ,
- μολύνοντασ