Translation meaning & definition of the word "corrupted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφθαρμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corrupted
[Κατεστραμμένος]/kərəptɪd/
adjective
1. Containing errors or alterations
- "A corrupt text"
- "Spoke a corrupted version of the language"
- synonym:
- corrupt ,
- corrupted
1. Περιέχοντας σφάλματα ή αλλαγές
- "Διεφθαρμένο κείμενο"
- "Προκαλέστε μια κατεστραμμένη έκδοση της γλώσσας"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- κατεστραμμένος
2. Ruined in character or quality
- synonym:
- corrupted ,
- debased ,
- vitiated
2. Καταστράφηκε σε χαρακτήρα ή ποιότητα
- συνώνυμο:
- κατεστραμμένος ,
- αποδυναμωμένοσ ,
- υαλοποιημένο
Examples of using
For some reason the message text was corrupted, so I restored it before reading.
Για κάποιο λόγο το κείμενο του μηνύματος ήταν κατεστραμμένο, οπότε το επανέφερα πριν το διαβάσω.