Translation meaning & definition of the word "corrupt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφθαρμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corrupt
[Διαφθείρω]/kərəpt/
verb
1. Corrupt morally or by intemperance or sensuality
- "Debauch the young people with wine and women"
- "Socrates was accused of corrupting young men"
- "Do school counselors subvert young children?"
- "Corrupt the morals"
- synonym:
- corrupt ,
- pervert ,
- subvert ,
- demoralize ,
- demoralise ,
- debauch ,
- debase ,
- profane ,
- vitiate ,
- deprave ,
- misdirect
1. Διαφθορά ηθικά ή από ασυνείδητο ή αισθησιασμό
- "Ντεμπάουτσε οι νέοι με κρασί και γυναίκες"
- "Ο σωκράτης κατηγορήθηκε για διαφθορά των νέων"
- "Οι σχολικοί σύμβουλοι ανατρέπουν τα μικρά παιδιά?"
- "Διαφθείρει τα ήθη"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- διεστραμμένοσ ,
- υποτάσσω ,
- αποθαρρύνω ,
- ντεμπούτσα ,
- απομυθοποίηση ,
- βέβηλοσ ,
- βιτρώ ,
- αποδοκιμάζω ,
- ανακατεύθυνση
2. Make illegal payments to in exchange for favors or influence
- "This judge can be bought"
- synonym:
- bribe ,
- corrupt ,
- buy ,
- grease one's palms
2. Πραγματοποιήστε παράνομες πληρωμές σε αντάλλαγμα για εύνοιες ή επιρροές
- "Αυτός ο δικαστής μπορεί να αγοραστεί"
- συνώνυμο:
- δωροδοκώ ,
- διαφθαρμένοσ ,
- αγοράζω ,
- λιπάνετε τις παλάμες κάποιου
3. Place under suspicion or cast doubt upon
- "Sully someone's reputation"
- synonym:
- defile ,
- sully ,
- corrupt ,
- taint ,
- cloud
3. Τοποθετήστε υπό καχυποψία ή αμφιβάλλετε
- "Απαλά η φήμη κάποιου"
- συνώνυμο:
- μολύνω ,
- απολυμαντικόσ ,
- διαφθαρμένοσ ,
- αλλοιώνω ,
- σύννεφο
4. Alter from the original
- synonym:
- corrupt ,
- spoil
4. Αλλαγή από το πρωτότυπο
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- αλλοιώνω
adjective
1. Lacking in integrity
- "Humanity they knew to be corrupt...from the day of adam's creation"
- "A corrupt and incompetent city government"
- synonym:
- corrupt
1. Ελλείψει ακεραιότητας
- "Η ανθρωπότητα ήξερε να είναι διεφθαρμένη.από την ημέρα της δημιουργίας του αδάμ"
- "Μια διεφθαρμένη και ανίκανη κυβέρνηση της πόλης"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ
2. Not straight
- Dishonest or immoral or evasive
- synonym:
- crooked ,
- corrupt
2. Όχι ευθεία
- Ανέντιμος ή ανήθικος ή αποφευκτικός
- συνώνυμο:
- στραβοπατημένος ,
- διαφθαρμένοσ
3. Containing errors or alterations
- "A corrupt text"
- "Spoke a corrupted version of the language"
- synonym:
- corrupt ,
- corrupted
3. Περιέχοντας σφάλματα ή αλλαγές
- "Διεφθαρμένο κείμενο"
- "Προκαλέστε μια κατεστραμμένη έκδοση της γλώσσας"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- κατεστραμμένος
4. Touched by rot or decay
- "Tainted bacon"
- "`corrupt' is archaic"
- synonym:
- corrupt ,
- tainted
4. Αγγιχτεί από σήψη ή αποσύνθεση
- "Κοτενί μπέικον"
- "Η διαφθορά είναι αρχαϊκή"
- συνώνυμο:
- διαφθαρμένοσ ,
- περιποιημένοσ
Examples of using
The file is corrupt.
Το αρχείο είναι διεφθαρμένο.