Translation meaning & definition of the word "corrode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβρωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corrode
[Διαβρώνω]/kəroʊd/
verb
1. Cause to deteriorate due to the action of water, air, or an acid
- "The acid corroded the metal"
- "The steady dripping of water rusted the metal stopper in the sink"
- synonym:
- corrode ,
- eat ,
- rust
1. Αιτία επιδείνωσης λόγω της δράσης του νερού, του αέρα ή ενός οξέος
- "Το οξύ διέβρωσε το μέταλλο"
- "Η σταθερή σταλαγματιά του νερού σκουριάζε το μεταλλικό πώμα στο νεροχύτη"
- συνώνυμο:
- διαβρώνω ,
- τρώω ,
- σκουριά
2. Become destroyed by water, air, or a corrosive such as an acid
- "The metal corroded"
- "The pipes rusted"
- synonym:
- corrode ,
- rust
2. Καταστρέφονται από το νερό, τον αέρα, ή μια διαβρωτική ουσία όπως ένα οξύ
- "Το μέταλλο διαβρωμένο"
- "Οι σωλήνες σκουριάστηκαν"
- συνώνυμο:
- διαβρώνω ,
- σκουριά