Translation meaning & definition of the word "correction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διόρθωση" στην ελληνική γλώσσα
Correction
[Διόρθωση]noun
1. The act of offering an improvement to replace a mistake
- Setting right
- synonym:
- correction ,
- rectification
1. Η πράξη της προσφοράς μιας βελτίωσης για να αντικαταστήσει ένα λάθος
- Ρύθμιση δεξιά
- συνώνυμο:
- διόρθωση
2. A quantity that is added or subtracted in order to increase the accuracy of a scientific measure
- synonym:
- correction ,
- fudge factor
2. Ποσότητα που προστίθεται ή αφαιρείται για να αυξηθεί η ακρίβεια ενός επιστημονικού μέτρου
- συνώνυμο:
- διόρθωση ,
- συντελεστής φουντίγκας
3. Something substituted for an error
- synonym:
- correction
3. Κάτι αντικατέστησε ένα λάθος
- συνώνυμο:
- διόρθωση
4. A rebuke for making a mistake
- synonym:
- correction ,
- chastening ,
- chastisement
4. Μια επίπληξη για να κάνεις λάθος
- συνώνυμο:
- διόρθωση ,
- τιμωρία
5. A drop in stock market activity or stock prices following a period of increases
- "Market runups are invariably followed by a correction"
- synonym:
- correction
5. Πτώση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας ή των τιμών των μετοχών μετά από περίοδο αύξησης
- "Οι απορροές της αγοράς ακολουθούνται πάντα από μια διόρθωση"
- συνώνυμο:
- διόρθωση
6. The act of punishing
- "The offenders deserved the harsh discipline they received"
- synonym:
- discipline ,
- correction
6. Η πράξη της τιμωρίας
- "Οι δράστες άξιζαν τη σκληρή πειθαρχία που έλαβαν"
- συνώνυμο:
- πειθαρχία ,
- διόρθωση
7. Treatment of a specific defect
- "The correction of his vision with eye glasses"
- synonym:
- correction
7. Θεραπεία ενός συγκεκριμένου ελαττώματος
- "Η διόρθωση της όρασής του με γυαλιά μάτι"
- συνώνυμο:
- διόρθωση