Translation meaning & definition of the word "correct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωστή" στην ελληνική γλώσσα
Correct
[Σωστός]verb
1. Make right or correct
- "Correct the mistakes"
- "Rectify the calculation"
- synonym:
- correct ,
- rectify ,
- right
1. Κάνω σωστό ή σωστό
- "Διορθώνουμε τα λάθη"
- "Επανορθώστε τον υπολογισμό"
- συνώνυμο:
- σωστός ,
- διορθώνω
2. Make reparations or amends for
- "Right a wrongs done to the victims of the holocaust"
- synonym:
- right ,
- compensate ,
- redress ,
- correct
2. Προβείτε σε αποζημιώσεις ή τροποποιήσεις
- "Σωστά τα λάθη που έγιναν στα θύματα του ολοκαυτώματος"
- συνώνυμο:
- σωστός ,
- αντισταθμίζω ,
- επανόρθωση
3. Censure severely
- "She chastised him for his insensitive remarks"
- synonym:
- chastise ,
- castigate ,
- objurgate ,
- chasten ,
- correct
3. Λογοκρίνω αυστηρά
- "Τον τιμωρούσε για τα αναίσθητα σχόλιά του"
- συνώνυμο:
- τιμωρώ ,
- περιπλέκω ,
- επιτίθεμαι ,
- σωστός
4. Adjust for
- "Engineers will work to correct the effects or air resistance"
- synonym:
- compensate ,
- counterbalance ,
- correct ,
- make up ,
- even out ,
- even off ,
- even up
4. Προσαρμόζομαι
- "Οι μηχανικοί θα εργαστούν για να διορθώσουν τα αποτελέσματα ή την αντίσταση αέρα"
- συνώνυμο:
- αντισταθμίζω ,
- αντιστάθμιση ,
- σωστός ,
- αποτελώ ,
- ακόμα και έξω ,
- ακόμα και μακριά ,
- ακόμα και
5. Punish in order to gain control or enforce obedience
- "The teacher disciplined the pupils rather frequently"
- synonym:
- discipline ,
- correct ,
- sort out
5. Τιμωρήστε για να αποκτήσετε τον έλεγχο ή να επιβάλετε την υπακοή
- "Ο δάσκαλος πειθαρχεί τους μαθητές αρκετά συχνά"
- συνώνυμο:
- πειθαρχία ,
- σωστός ,
- τακτοποιώ
6. Go down in value
- "The stock market corrected"
- "Prices slumped"
- synonym:
- decline ,
- slump ,
- correct
6. Πάω κάτω στην αξία
- "Το χρηματιστήριο διορθώθηκε"
- "Οι τιμές έπεσαν"
- συνώνυμο:
- μείωση ,
- πτώση ,
- σωστός
7. Alter or regulate so as to achieve accuracy or conform to a standard
- "Adjust the clock, please"
- "Correct the alignment of the front wheels"
- synonym:
- adjust ,
- set ,
- correct
7. Τροποποιήστε ή ρυθμίστε έτσι ώστε να επιτύχετε ακρίβεια ή να συμμορφωθείτε με ένα πρότυπο
- "Απλά το ρολόι, παρακαλώ"
- "Διορθώνει την ευθυγράμμιση των μπροστινών τροχών"
- συνώνυμο:
- ρυθμίζω ,
- σετ ,
- σωστός
8. Treat a defect
- "The new contact lenses will correct for his myopia"
- synonym:
- correct
8. Αντιμετωπίζω ένα ελάττωμα
- "Οι νέοι φακοί επαφής θα διορθώσουν τη μυωπία του"
- συνώνυμο:
- σωστός
adjective
1. Free from error
- Especially conforming to fact or truth
- "The correct answer"
- "The correct version"
- "The right answer"
- "Took the right road"
- "The right decision"
- synonym:
- correct ,
- right
1. Απαλλαγμένος από το σφάλμα
- Ειδικά να συμμορφώνεται με το γεγονός ή την αλήθεια
- "Η σωστή απάντηση"
- "Η σωστή έκδοση"
- "Η σωστή απάντηση"
- "Πήρα το σωστό δρόμο"
- "Σωστή απόφαση"
- συνώνυμο:
- σωστός
2. Socially right or correct
- "It isn't right to leave the party without saying goodbye"
- "Correct behavior"
- synonym:
- correct ,
- right
2. Κοινωνικά σωστό ή σωστό
- "Δεν είναι σωστό να φύγεις από το πάρτι χωρίς να πεις αντίο"
- "Σωστή συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- σωστός
3. In accord with accepted standards of usage or procedure
- "What's the right word for this?"
- "The right way to open oysters"
- synonym:
- correct ,
- right
3. Σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα χρήσης ή διαδικασίας
- "Ποια είναι η σωστή λέξη για αυτό?"
- "Ο σωστός τρόπος για να ανοίξετε στρείδια"
- συνώνυμο:
- σωστός
4. Correct in opinion or judgment
- "Time proved him right"
- synonym:
- right ,
- correct
4. Σωστό κατά τη γνώμη ή την κρίση
- "Ο χρόνος του αποδείχτηκε σωστός"
- συνώνυμο:
- σωστός