Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "correct" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωστή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Correct

[Σωστός]
/kərɛkt/

verb

1. Make right or correct

  • "Correct the mistakes"
  • "Rectify the calculation"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • rectify
  • ,
  • right

1. Κάνω σωστό ή σωστό

  • "Διορθώνουμε τα λάθη"
  • "Επανορθώστε τον υπολογισμό"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • διορθώνω

2. Make reparations or amends for

  • "Right a wrongs done to the victims of the holocaust"
    synonym:
  • right
  • ,
  • compensate
  • ,
  • redress
  • ,
  • correct

2. Προβείτε σε αποζημιώσεις ή τροποποιήσεις

  • "Σωστά τα λάθη που έγιναν στα θύματα του ολοκαυτώματος"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • επανόρθωση

3. Censure severely

  • "She chastised him for his insensitive remarks"
    synonym:
  • chastise
  • ,
  • castigate
  • ,
  • objurgate
  • ,
  • chasten
  • ,
  • correct

3. Λογοκρίνω αυστηρά

  • "Τον τιμωρούσε για τα αναίσθητα σχόλιά του"
    συνώνυμο:
  • τιμωρώ
  • ,
  • περιπλέκω
  • ,
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • σωστός

4. Adjust for

  • "Engineers will work to correct the effects or air resistance"
    synonym:
  • compensate
  • ,
  • counterbalance
  • ,
  • correct
  • ,
  • make up
  • ,
  • even out
  • ,
  • even off
  • ,
  • even up

4. Προσαρμόζομαι

  • "Οι μηχανικοί θα εργαστούν για να διορθώσουν τα αποτελέσματα ή την αντίσταση αέρα"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • αποτελώ
  • ,
  • ακόμα και έξω
  • ,
  • ακόμα και μακριά
  • ,
  • ακόμα και

5. Punish in order to gain control or enforce obedience

  • "The teacher disciplined the pupils rather frequently"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • correct
  • ,
  • sort out

5. Τιμωρήστε για να αποκτήσετε τον έλεγχο ή να επιβάλετε την υπακοή

  • "Ο δάσκαλος πειθαρχεί τους μαθητές αρκετά συχνά"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • τακτοποιώ

6. Go down in value

  • "The stock market corrected"
  • "Prices slumped"
    synonym:
  • decline
  • ,
  • slump
  • ,
  • correct

6. Πάω κάτω στην αξία

  • "Το χρηματιστήριο διορθώθηκε"
  • "Οι τιμές έπεσαν"
    συνώνυμο:
  • μείωση
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • σωστός

7. Alter or regulate so as to achieve accuracy or conform to a standard

  • "Adjust the clock, please"
  • "Correct the alignment of the front wheels"
    synonym:
  • adjust
  • ,
  • set
  • ,
  • correct

7. Τροποποιήστε ή ρυθμίστε έτσι ώστε να επιτύχετε ακρίβεια ή να συμμορφωθείτε με ένα πρότυπο

  • "Απλά το ρολόι, παρακαλώ"
  • "Διορθώνει την ευθυγράμμιση των μπροστινών τροχών"
    συνώνυμο:
  • ρυθμίζω
  • ,
  • σετ
  • ,
  • σωστός

8. Treat a defect

  • "The new contact lenses will correct for his myopia"
    synonym:
  • correct

8. Αντιμετωπίζω ένα ελάττωμα

  • "Οι νέοι φακοί επαφής θα διορθώσουν τη μυωπία του"
    συνώνυμο:
  • σωστός

adjective

1. Free from error

  • Especially conforming to fact or truth
  • "The correct answer"
  • "The correct version"
  • "The right answer"
  • "Took the right road"
  • "The right decision"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

1. Απαλλαγμένος από το σφάλμα

  • Ειδικά να συμμορφώνεται με το γεγονός ή την αλήθεια
  • "Η σωστή απάντηση"
  • "Η σωστή έκδοση"
  • "Η σωστή απάντηση"
  • "Πήρα το σωστό δρόμο"
  • "Σωστή απόφαση"
    συνώνυμο:
  • σωστός

2. Socially right or correct

  • "It isn't right to leave the party without saying goodbye"
  • "Correct behavior"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

2. Κοινωνικά σωστό ή σωστό

  • "Δεν είναι σωστό να φύγεις από το πάρτι χωρίς να πεις αντίο"
  • "Σωστή συμπεριφορά"
    συνώνυμο:
  • σωστός

3. In accord with accepted standards of usage or procedure

  • "What's the right word for this?"
  • "The right way to open oysters"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

3. Σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα χρήσης ή διαδικασίας

  • "Ποια είναι η σωστή λέξη για αυτό?"
  • "Ο σωστός τρόπος για να ανοίξετε στρείδια"
    συνώνυμο:
  • σωστός

4. Correct in opinion or judgment

  • "Time proved him right"
    synonym:
  • right
  • ,
  • correct

4. Σωστό κατά τη γνώμη ή την κρίση

  • "Ο χρόνος του αποδείχτηκε σωστός"
    συνώνυμο:
  • σωστός

Examples of using

Sir schoolboy, it's all, all been prompted to you. The correct answer is, naturally, a cook!
Κύριε μαθητή, είναι όλα, όλα σου ζητήθηκαν. Η σωστή απάντηση είναι, φυσικά, ένας μάγειρας!
I tried to translate the sentence "The cat says 'meow'" into five languages, but none of the translations were correct.
Προσπάθησα να μεταφράσω την πρόταση "Η γάτα λέει 'εμπειρία" σε πέντε γλώσσες, αλλά καμία από τις μεταφράσεις δεν ήταν σωστή.
I tried to translate the sentence "The cat says "meow" into five languages, but none of the translations was correct.
Προσπάθησα να μεταφράσω την πρόταση "Η γάτα λέει "μαγειρεύω" σε πέντε γλώσσες, αλλά καμία από τις μεταφράσεις δεν ήταν σωστή.