Translation meaning & definition of the word "corral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοράλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corral
[Κοραλλιογενή]/kəræl/
noun
1. A pen for cattle
- synonym:
- cow pen ,
- cattle pen ,
- corral
1. Μια πένα για τα βοοειδή
- συνώνυμο:
- στυλό ,
- στυλό βοοειδών ,
- κοραλλιογενή
verb
1. Enclose in a corral
- "Corral the horses"
- synonym:
- corral
1. Περικλείεται σε ένα κοράλλι
- "Καλλιεργήστε τα άλογα"
- συνώνυμο:
- κοραλλιογενή
2. Arrange wagons so that they form a corral
- synonym:
- corral
2. Τακτοποιήστε τα βαγόνια έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα κοράλλι
- συνώνυμο:
- κοραλλιογενή
3. Collect or gather
- "Corralling votes for an election"
- synonym:
- corral
3. Συλλέξτε ή συγκεντρώστε
- "Μεγάλες ψήφοι για εκλογές"
- συνώνυμο:
- κοραλλιογενή