Translation meaning & definition of the word "corps" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σωματεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Corps
[Σώμα]/kɔr/
noun
1. An army unit usually consisting of two or more divisions and their support
- synonym:
- corps ,
- army corps
1. Μια στρατιωτική μονάδα που συνήθως αποτελείται από δύο ή περισσότερα τμήματα και την υποστήριξή τους
- συνώνυμο:
- σώμα ,
- σώμα στρατού
2. A body of people associated together
- "Diplomatic corps"
- synonym:
- corps
2. Ένα σώμα ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους
- "Διπλωματικό σώμα"
- συνώνυμο:
- σώμα