Translation meaning & definition of the word "coroner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στεφάνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coroner
[Στεφανωτήσ]/kɔrənər/
noun
1. A public official who investigates by inquest any death not due to natural causes
- synonym:
- coroner ,
- medical examiner
1. Ένας δημόσιος υπάλληλος που ερευνά διερευνά κάθε θάνατο που δεν οφείλεται σε φυσικά αίτια
- συνώνυμο:
- ιατροδικαστής ,
- ιατρικός εξεταστής