Translation meaning & definition of the word "coronary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στεφάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coronary
[Στεφανιαία]/kɔrənɛri/
noun
1. Obstruction of blood flow in a coronary artery by a blood clot (thrombus)
- synonym:
- coronary thrombosis ,
- coronary
1. Απόφραξη της ροής του αίματος σε μια στεφανιαία αρτηρία από έναν θρόμβο αίματος (θρόμβος)
- συνώνυμο:
- στεφανιαία θρόμβωση ,
- στεφανιαίος
adjective
1. Surrounding like a crown (especially of the blood vessels surrounding the heart)
- "Coronary arteries"
- synonym:
- coronary
1. Περιβάλλεται σαν ένα στέμμα (ειδικά των αιμοφόρων αγγείων που περιβάλλουν την καρδιά)
- "Στεφανιαίες αρτηρίες"
- συνώνυμο:
- στεφανιαίος