Translation meaning & definition of the word "cornerstone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γωνιακός λίθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cornerstone
[Γωνιακό]/kɔrnərstoʊn/
noun
1. The fundamental assumptions from which something is begun or developed or calculated or explained
- "The whole argument rested on a basis of conjecture"
- synonym:
- basis ,
- base ,
- foundation ,
- fundament ,
- groundwork ,
- cornerstone
1. Οι θεμελιώδεις παραδοχές από τις οποίες κάτι ξεκινά ή αναπτύσσεται ή υπολογίζεται ή εξηγείται
- "Το όλο επιχείρημα βασιζόταν στη βάση της εικασίας"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- ίδρυμα ,
- βασικόσ ,
- ακρογωνιαίος λίθος
2. A stone in the exterior of a large and important building
- Usually carved with a date and laid with appropriate ceremonies
- synonym:
- cornerstone
2. Μια πέτρα στο εξωτερικό ενός μεγάλου και σημαντικού κτιρίου
- Συνήθως σκαλισμένο με ημερομηνία και τοποθετημένο με τις κατάλληλες τελετές
- συνώνυμο:
- ακρογωνιαίος λίθος
3. A stone at the outer corner of two intersecting masonry walls
- synonym:
- cornerstone
3. Μια πέτρα στην εξωτερική γωνία δύο τεμνόμενων τοίχων τοιχοποιίας
- συνώνυμο:
- ακρογωνιαίος λίθος