Translation meaning & definition of the word "cornered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιεργημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cornered
[Καλαμποκιού]/kɔrnərd/
adjective
1. Forced to turn and face attackers
- "A stag at bay"
- "She had me cornered between the porch and her car"
- "Like a trapped animal"
- synonym:
- at bay(p) ,
- cornered ,
- trapped ,
- treed
1. Αναγκάστηκε να στραφεί και να αντιμετωπίσει τους επιτιθέμενους
- "Ένα αδιέξοδο στον κόλπο"
- "Με είχε στριμώξει ανάμεσα στη βεράντα και το αυτοκίνητό της"
- "Σαν παγιδευμένο ζώο"
- συνώνυμο:
- στο ξι() ,
- αναπαραγωγήσ ,
- παγιδευμένος ,
- ταξίδεψε
Examples of using
A cornered fox is more dangerous than a jackal.
Μια αλεπού με καλαμπόκι είναι πιο επικίνδυνη από ένα τσακάλι.