Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cork" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "φελλός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cork

[Κορκ]
/kɔrk/

noun

1. Outer bark of the cork oak

  • Used for stoppers for bottles etc.
    synonym:
  • cork

1. Εξωτερικός φλοιός του φελλού δρυός

  • Χρησιμοποιημένος για τα πώματα για τα μπουκάλια κ.λπ.
    συνώνυμο:
  • κορκ

2. (botany) outer tissue of bark

  • A protective layer of dead cells
    synonym:
  • phellem
  • ,
  • cork

2. (βοταν) εξωτερικός ιστός του φλοιού

  • Ένα προστατευτικό στρώμα νεκρών κυττάρων
    συνώνυμο:
  • φέλμπλεξ
  • ,
  • κορκ

3. A port city in southern ireland

    synonym:
  • Cork

3. Μια πόλη λιμάνι στη νότια ιρλανδία

    συνώνυμο:
  • Κορκ

4. The plug in the mouth of a bottle (especially a wine bottle)

    synonym:
  • cork
  • ,
  • bottle cork

4. Το βύσμα στο στόμα ενός μπουκαλιού (ειδικά ένα μπουκάλι κρασιού)

    συνώνυμο:
  • κορκ
  • ,
  • φελλός μπουκαλιών

5. A small float usually made of cork

  • Attached to a fishing line
    synonym:
  • bob
  • ,
  • bobber
  • ,
  • cork
  • ,
  • bobfloat

5. Ένα μικρό πλωτήρα συνήθως από φελλό

  • Συνδεδεμένος με μια γραμμή αλιείας
    συνώνυμο:
  • μπομπ
  • ,
  • παλαβός
  • ,
  • κορκ
  • ,
  • πλωτόσ

verb

1. Close a bottle with a cork

    synonym:
  • cork
  • ,
  • cork up

1. Κλείστε ένα μπουκάλι με φελλό

    συνώνυμο:
  • κορκ
  • ,
  • φελλός

2. Stuff with cork

  • "The baseball player stuffed his bat with cork to make it lighter"
    synonym:
  • cork

2. Πράγματα με φελλό

  • "Ο παίκτης του μπέιζμπολ γέμισε το ρόπαλό του με φελλό για να το κάνει ελαφρύτερο"
    συνώνυμο:
  • κορκ