Translation meaning & definition of the word "coriander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόριανδρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coriander
[Κόλιανδρος]/kɔriændər/
noun
1. Old world herb with aromatic leaves and seed resembling parsley
- synonym:
- coriander ,
- coriander plant ,
- Chinese parsley ,
- cilantro ,
- Coriandrum sativum
1. Παλαιό βότανο με αρωματικά φύλλα και σπόρους που μοιάζουν με μαϊντανό
- συνώνυμο:
- κόλιανδρος ,
- φυτό κόλιανδρος ,
- Κινέζικα μαϊντανό ,
- κόλιαντρο ,
- Σατιβάμ
2. Dried coriander seeds used whole or ground
- synonym:
- coriander ,
- coriander seed
2. Αποξηραμένοι σπόροι κόλιανδρου που χρησιμοποιούνται ολόκληροι ή αλεσμένοι
- συνώνυμο:
- κόλιανδρος ,
- σπόρος κόλιανδρου
3. Parsley-like herb used as seasoning or garnish
- synonym:
- coriander ,
- Chinese parsley ,
- cilantro
3. Μαϊντανό βότανο που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή γαρνιτούρα
- συνώνυμο:
- κόλιανδρος ,
- Κινέζικα μαϊντανό ,
- κόλιαντρο