Translation meaning & definition of the word "cordon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κορδόνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cordon
[Κόρντον]/kɔrdən/
noun
1. A series of sentinels or of military posts enclosing or guarding some place or thing
- synonym:
- cordon
1. Μια σειρά από αποστολείς ή στρατιωτικές θέσεις που περικλείουν ή φυλάσσουν κάποιο μέρος ή πράγμα
- συνώνυμο:
- κορδόνι
2. Cord or ribbon worn as an insignia of honor or rank
- synonym:
- cordon
2. Κορδόνι ή κορδέλα που φοριέται ως διακριτικά τιμής ή βαθμού
- συνώνυμο:
- κορδόνι
3. Adornment consisting of an ornamental ribbon or cord
- synonym:
- cordon
3. Στολίδι που αποτελείται από μια διακοσμητική κορδέλα ή κορδόνι
- συνώνυμο:
- κορδόνι