Translation meaning & definition of the word "cordial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cordial
[Συνδετικόσ]/kɔrʤəl/
noun
1. Strong highly flavored sweet liquor usually drunk after a meal
- synonym:
- liqueur ,
- cordial
1. Έντονο γλυκό λικέρ με υψηλή γεύση συνήθως πίνεται μετά από ένα γεύμα
- συνώνυμο:
- λικέρ ,
- εγκάρδια
adjective
1. Diffusing warmth and friendliness
- "An affable smile"
- "An amiable gathering"
- "Cordial relations"
- "A cordial greeting"
- "A genial host"
- synonym:
- affable ,
- amiable ,
- cordial ,
- genial
1. Διάχυση ζεστασιάς και φιλικότητας
- "Ένα ευχάριστο χαμόγελο"
- "Μια αξιόπιστη συγκέντρωση"
- "Καταπληκτικές σχέσεις"
- "Ένας εγκάρσιος χαιρετισμός"
- "Μια γενική οικοδέσποινα"
- συνώνυμο:
- ευπαθήσ ,
- ευγενικός ,
- εγκάρδια ,
- γενικό
2. Politely warm and friendly
- "A cordial handshake"
- synonym:
- cordial
2. Ευγενικά ζεστό και φιλικό
- "Μια εγκάρδια χειραψία"
- συνώνυμο:
- εγκάρδια
3. Sincerely or intensely felt
- "A cordial regard for his visitor's comfort"
- "A cordial abhorrence of waste"
- synonym:
- cordial
3. Ειλικρινά ή έντονα αισθητή
- "Μια εγκάρδια εκτίμηση για την άνεση του επισκέπτη του"
- "Εγκάρδια απελπισία των αποβλήτων"
- συνώνυμο:
- εγκάρδια