Translation meaning & definition of the word "cord" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κορδό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cord
[Κορδόνι]/kɔrd/
noun
1. A line made of twisted fibers or threads
- "The bundle was tied with a cord"
- synonym:
- cord
1. Μια γραμμή φιαγμένη από στριμμένες ίνες ή νήματα
- "Η δέσμη ήταν δεμένη με ένα καλώδιο"
- συνώνυμο:
- κορδόνι
2. A unit of amount of wood cut for burning
- 128 cubic feet
- synonym:
- cord
2. Μια μονάδα ποσότητας ξύλου κομμένο για καύση
- 128 κυβικά πόδια
- συνώνυμο:
- κορδόνι
3. A light insulated conductor for household use
- synonym:
- cord ,
- electric cord
3. Ένας ελαφρύς μονωμένος αγωγός για την οικιακή χρήση
- συνώνυμο:
- κορδόνι ,
- ηλεκτρικό καλώδιο
4. A cut pile fabric with vertical ribs
- Usually made of cotton
- synonym:
- cord ,
- corduroy
4. Ένα κομμένο ύφασμα σωρού με κάθετες πλευρές
- Συνήθως από βαμβάκι
- συνώνυμο:
- κορδόνι ,
- στραγγαλίζω
verb
1. Stack in cords
- "Cord firewood"
- synonym:
- cord
1. Στοίβα στα σκοινιά
- "Καυσόξυλα"
- συνώνυμο:
- κορδόνι
2. Bind or tie with a cord
- synonym:
- cord
2. Δέστε ή δέστε με ένα καλώδιο
- συνώνυμο:
- κορδόνι
Examples of using
He caught the cord.
Έπιασε το σκοινί.