Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "coral" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προφορικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Coral

[Κοράλλι]
/kɔrəl/

noun

1. A variable color averaging a deep pink

    synonym:
  • coral

1. Ένα μεταβλητό χρώμα που κατά μέσο όρο αποτελεί ένα βαθύ ροζ

    συνώνυμο:
  • κοράλλι

2. The hard stony skeleton of a mediterranean coral that has a delicate red or pink color and is used for jewelry

    synonym:
  • coral
  • ,
  • red coral
  • ,
  • precious coral

2. Ο σκληρός πετρώδης σκελετός ενός κοραλλιού της μεσογείου που έχει ένα λεπτό κόκκινο ή ροζ χρώμα και χρησιμοποιείται για κοσμήματα

    συνώνυμο:
  • κοράλλι
  • ,
  • κόκκινο κοράλλι
  • ,
  • πολύτιμο κοράλλι

3. Unfertilized lobster roe

  • Reddens in cooking
  • Used as garnish or to color sauces
    synonym:
  • coral

3. Μη γονιμοποιημένη αστακομακαρονάδα

  • Κοκκινίζει στο μαγείρεμα
  • Χρησιμοποιείται ως γαρνιτούρα ή για να χρωματίσει σάλτσες
    συνώνυμο:
  • κοράλλι

4. Marine colonial polyp characterized by a calcareous skeleton

  • Masses in a variety of shapes often forming reefs
    synonym:
  • coral

4. Θαλάσσιος αποικιακός πολύποδας που χαρακτηρίζεται από ασβεστολιθικό σκελετό

  • Οι μάζες σε μια ποικιλία σχημάτων συχνά σχηματίζουν υφάλους
    συνώνυμο:
  • κοράλλι

adjective

1. Of a strong pink to yellowish-pink color

    synonym:
  • coral

1. Από ένα ισχυρό ροζ έως κιτρινωπό-ροζ χρώμα

    συνώνυμο:
  • κοράλλι