Translation meaning & definition of the word "copyright" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πνευματικά δικαιώματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Copyright
[Πνευματικά δικαιώματα]/kɑpiraɪt/
noun
1. A document granting exclusive right to publish and sell literary or musical or artistic work
- synonym:
- copyright ,
- right of first publication
1. Έγγραφο που παρέχει αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης και πώλησης λογοτεχνικού ή μουσικού ή καλλιτεχνικού έργου
- συνώνυμο:
- πνευματικά δικαιώματα ,
- δικαίωμα πρώτης δημοσίευσης
verb
1. Secure a copyright on a written work
- "Did you copyright your manuscript?"
- synonym:
- copyright
1. Εξασφαλίστε πνευματικά δικαιώματα σε γραπτή εργασία
- "Σας παραχώρησαν πνευματικά δικαιώματα το χειρόγραφό σας?"
- συνώνυμο:
- πνευματικά δικαιώματα