Translation meaning & definition of the word "copycat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κοπυκάτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Copycat
[Κοπυκάτ]/kɑpikæt/
noun
1. Someone who copies the words or behavior of another
- synonym:
- copycat ,
- imitator ,
- emulator ,
- ape ,
- aper
1. Κάποιος που αντιγράφει τις λέξεις ή τη συμπεριφορά του άλλου
- συνώνυμο:
- αντιγραφέασ ,
- μιμητήσ ,
- εξομοιωτήσ ,
- πίθηκος ,
- απατεώνασ
Examples of using
Don't be a copycat.
Μην είσαι αντίγραφο.