Translation meaning & definition of the word "copious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιφυλακτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Copious
[Αφιερωμένοσ]/koʊpiəs/
adjective
1. Large in number or quantity (especially of discourse)
- "She took copious notes"
- "A subject of voluminous legislation"
- synonym:
- copious ,
- voluminous
1. Μεγάλο σε αριθμό ή ποσότητα (ειδικά του λόγου)
- "Πήρε άφθονες σημειώσεις"
- "Ένα θέμα της ογκώδης νομοθεσίας"
- συνώνυμο:
- άφθονος ,
- ογκώδησ
2. Affording an abundant supply
- "Had ample food for the party"
- "Copious provisions"
- "Food is plentiful"
- "A plenteous grape harvest"
- "A rich supply"
- synonym:
- ample ,
- copious ,
- plenteous ,
- plentiful ,
- rich
2. Παρέχοντας μια άφθονη προσφορά
- "Είχα άφθονο φαγητό για το πάρτι"
- "Αντιγραφικές διατάξεις"
- "Το φαγητό είναι άφθονο"
- "Πλούσια συγκομιδή σταφυλιών"
- "Πλούσια προσφορά"
- συνώνυμο:
- άφθονος ,
- πληθωρικόσ ,
- πλούσιος