Translation meaning & definition of the word "coping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιγραφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coping
[Αντιγραφή]/koʊpɪŋ/
noun
1. Brick that is laid sideways at the top of a wall
- synonym:
- header ,
- coping ,
- cope
1. Τούβλο που τοποθετείται πλάγια στην κορυφή ενός τοίχου
- συνώνυμο:
- κεφαλή ,
- αντιμετώπιση ,
- αντιμετωπίζω