Translation meaning & definition of the word "copier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Copier
[Αντιγραφέασ]/kɑpiər/
noun
1. Apparatus that makes copies of typed, written or drawn material
- synonym:
- duplicator ,
- copier
1. Συσκευές που κάνουν αντίγραφα του δακτυλογραφημένου, γραπτού ή σχεδιασμένου υλικού
- συνώνυμο:
- επαναλήπτησ ,
- αντιγραφέασ