Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cooper" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cooper

[Κούπερ]
/kupər/

noun

1. United states industrialist who built the first american locomotive

  • Founded cooper union in new york city to offer free courses in the arts and sciences (1791-1883)
    synonym:
  • Cooper
  • ,
  • Peter Cooper

1. Ο βιομήχανος των ηνωμένων πολιτειών που έχτισε την πρώτη αμερικανική μηχανή

  • Ιδρύθηκε η ένωση κούπερ στη νέα υόρκη για να προσφέρει δωρεάν μαθήματα στις τέχνες και τις επιστήμες (1791-1883)
    συνώνυμο:
  • Κούπερ
  • ,
  • Πίτερ Κούπερ

2. United states film actor noted for his portrayals of strong silent heroes (1901-1961)

    synonym:
  • Cooper
  • ,
  • Gary Cooper
  • ,
  • Frank Cooper

2. Ηνωμένες πολιτείες ηθοποιός σημείωσε για τις απεικονίσεις του από ισχυρούς σιωπηλούς ήρωες (1901-1961)

    συνώνυμο:
  • Κούπερ
  • ,
  • Γκάρι Κούπερ
  • ,
  • Φρανκ Κούπερ

3. United states novelist noted for his stories of american indians and the frontier life (1789-1851)

    synonym:
  • Cooper
  • ,
  • James Fenimore Cooper

3. Ο αμερικανός μυθιστοριογράφος σημείωσε για τις ιστορίες του για τους ινδιάνους της αμερικής και τη συνοριακή ζωή (1789-1851)

    συνώνυμο:
  • Κούπερ
  • ,
  • Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ

4. A craftsman who makes or repairs wooden barrels or tubs

    synonym:
  • cooper
  • ,
  • barrel maker

4. Ένας τεχνίτης που κάνει ή επισκευάζει ξύλινα βαρέλια ή μπανιέρες

    συνώνυμο:
  • βαρελοποιός
  • ,
  • κατασκευαστής βαρελιών

verb

1. Make barrels and casks

    synonym:
  • cooper

1. Κάντε βαρέλια και βαρέλια

    συνώνυμο:
  • βαρελοποιός